- ἐρέβινθοι
- ἐρέβινθοςchick-peamasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεβίνθιοι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐρέβινθοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για προϊόν συμφυρμού τών τ. ἐρέβινθοι «ρεβίθια» και λεβηρίς (Ι) «δέρμα φιδιού»] … Dictionary of Greek
κύαμος — (Cyamus). Γένος αμφίποδων καρκινοειδών, τα οποία αποτελούν εξωπαράσιτα πολλών κητωδών. Είναι γνωστά και ως ψείρες των φαλαινών. * * * ο (AM κύαμος) 1. το φυτό κουκιά 2. ο καρπός τού φυτού κουκιά, το κουκί μσν. αρχ. συν. στον πληθ. οι κύαμοι είδος … Dictionary of Greek
οδόλυνθοι — ὁδόλυνθοι (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐρέβινθοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για συνθ. λ. από ὁδός + ὄλυνθος «άγριο σύκο», με αρχική σημ. «άγρια σύκα που βρίσκονται στον δρόμο»] … Dictionary of Greek
eregʷ(h)o-, erogʷ(h)o- — eregʷ(h)o , erogʷ(h)o English meaning: pea Deutsche Übersetzung: “Erbse, Hũlsenfrucht” Material: Gk. ὄροβος m. (from *ἔροβος after gen. etc. ὀρόβου); compare however, W. Schulze Kl. Schr. 81), ἐρέβινθος m. (Asia Minor suffix… … Proto-Indo-European etymological dictionary